χαρτοδένω

χαρτοδένω
Ν
χαρτοδετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δένω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρτοδένω — χαρτόδεσα, χαρτοδέθηκα, χαρτοδεμένος, δένω βιβλίο με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδέσιμο — το, Ν χαρτοδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόδεσ α αόρ. τού ρ. χαρτοδένω + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • χαρτόδεση — η. Ν [χαρτοδένω] χαρτοδέτηση …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδεσία — χαρτοδεσία, η και χαρτόδεση, η και χαρτοδέτηση, η και χαρτοδέσιμο, το η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτοδένω, το δέσιμο βιβλίου με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοδετώ — και χαρτοδένω δένω βιβλίο με χαρτί, το επενδύω με περίβλημα από ναστόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”